Русско-новогреческий словарь - вода
Перевод с русского языка вода на греческий
ж τό νερό, τό ὕδωρ:
дождевая ~ τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая ~ τό πόσιμο νερό· минеральная ~ τό μεταλλικό νερό· пресная ~ τό γλυκό νερό· морская ~ τό θαλασσινό νερό· проточная ~ τό τρεχούμενο νερό· грунтовая ~ τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень ~ы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на ~е ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много ~ы утекло πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся ~ разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он ~ы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно ~ы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в воду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли ~ы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в ~е εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из ~ы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь воду в ступе κοπανώ ἀέρα· Носить воду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой ~ώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая ~ мед. τό γλαύκωμα· тяжелая ~ физ. τό βαρύ ὕδωρ.